υπόθεμα
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
το / ὑπόθεμα, ΝΑ ὑποτίθημι
καθετί που τοποθετείται κάτω από κάτι άλλο ως υποστήριγμα, ως θεμέλιο ή ως βάση
νεοελλ.
1. (φαρμ.) το υπόθετο
2. βοτ. το τμήμα του δέντρου στο οποίο γίνεται η ένθεση του εμβολίου και το οποίο δίνει το ριζικό σύστημα και τον υπόλοιπο κορμό του νέου φυτού
3. (μυκητ.) χαλαρό ή δικτυωτό ή κρουστόμορφο στρώμα υφών που βρίσκεται κάτω από τα καρποσώματα τών μυκήτων
αρχ.
υποθήκη («ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῶν», επιγρ.).