φαινομηρίδα

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek Monolingual

η / φαινομηρίς, -ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α
(στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της
νεοελλ.
συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. παλλακίς)].