φαναῖος
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
α, ον, (φανή) giving or bringing light, of Zeus, E.Rh.355 (lyr.); of Apollo, in Chios, Achae.35.
German (Pape)
[Seite 1254] Licht gebend, bringend, Beiw. des Zeus, Eur. Rhes. 355, u. des Apollo, VLL.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui donne ou apporte la lumière (ép. de Zeus).
Étymologie: φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
φᾰναῖος: дающий или несущий свет, светоносный (Ζεύς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
φᾰναῖος: -α, -ον, (φανὴ) ὁ παρέχων ἢ φέρων φῶς, ἐπίθ. τοῦ Διός, Εὐρ. Ρῆσ. 355˙ τοῦ Ἀπόλλ., Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσύχ.: «Φαναῖος˙ Ἀπόλλων˙ Ἀχαιὸς Ὀμφάλῃ (Ἀποσπ. 33). παρὰ Χίοις οὕτω λέγεται».
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Διός και του Απόλλωνος) αυτός που έχει ή δίνει φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανή «πυρσός» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].
Greek Monotonic
φᾰναῖος: -α, -ον (φανή), αυτός που δίνει ή φέρνει φως, σε Ευρ.