φαρμακίλα

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. πικρή γεύση ή πικρή μυρωδιά, φαρμακάδα («το δωμάτιο του αρρώστου μυρίζει φαρμακίλα»)
2. μτφ. ψυχική πικρία, θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο / φαρμάκι + κατάλ. -ίλα (πρβλ. ξινίλα)].