φαρμακερός
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που περιέχει φαρμάκι («έχει νερά φαρμακερά», Ερωτόκρ.)
2. ιοβόλος, δηλητηριώδης
3. μτφ. α) (για πράγμ.) αυτός που προξενεί ψυχικό πόνο, ο ιδιαίτερα πικρός ή δηκτικός («φαρμακερά λόγια»)
β) (για το κρύο) δριμύς, διαπεραστικός
γ) αυτός που προκαλεί μεγάλη βλάβη χωρίς να μπορεί κανείς να τον αποσοβήσει («το τρίτο, το φαρμακερό, τον πήρε στην καρδιά του», δημ. τραγούδι).
επίρρ...
φαρμακερά Ν
με φαρμακερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο / φαρμάκι + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθονερός)].