φοῖτος
οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
English (LSJ)
ὁ, a repeated going or coming: metaph., wandering of mind, σὺν φοίτῳ φρενῶν A.Th.661.
German (Pape)
[Seite 1297] ὁ, das öftere, wiederholte Gehen, Kommen, das Herumirren, Herumschweifen, Umherschwärmen. – Übertr., Wahnsinn, Raserei, Wuth, Aesch. σὺν φοίτῳ φρενῶν Spt. 643; auch bacchischer Wahnsinn, Schol. Ap. Rh. 4, 55.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agitation incessante ; égarement de l'esprit.
Étymologie: R. Φυ, faire naître ; v. φύω.
Russian (Dvoretsky)
φοῖτος: ὁ блуждание: φ. φρενῶν Aesch. безумие.
Greek (Liddell-Scott)
φοῖτος: ὁ, τὸ συνεχῶς φοιτᾶν που ἢ συχνάζειν· ― μεταφορ., περιπλάνησις τῆς διανοίας, μανία, παραφροσύνη, σὺν φοίτῳ φρενῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 661· οὕτω δὲ ὁ Ἕρμανν. γράφει φοῐτος ὀρθόρθιξ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 32. (Ὁ Κούρτ. τὴν ῥίζαν τῆς λέξεως θεωρεῖ τὴν αὐτὴν καὶ τοῦ φύω, ἴδε Gr. Et. ἀρ. 4?7.)
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. το να συχνάζει κανείς κάπου
2. μτφ. παραφροσύνη, τρέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παρ. του φοιτῶ].
Greek Monotonic
φοῖτος: ὁ, το συνεχές πήγαινε ή έλα· μεταφ., περιπλάνηση του μυαλού, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φοῖτος, ὁ,
a constant going or coming:—metaph. wandering of mind, Aesch.