φωνόλιθος

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(πετρογρ.) συνοπτική ονομασία τών μελών μιας ομάδας εκρηξιγενών πετρωμάτων τα οποία είναι πλούσια σε νεφελίνη και καλιούχο νάτριο και αποχωρίζονται σε λεπτές ανθεκτικές πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonolite < φωνή + λίθος. Η λ., που μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως, πλάστηκε επειδή οι πλάκες του πετρώματος παράγουν δυνατό ήχο όταν χτυπηθούν με σφυρί ή άλλο σκληρό μεταλλικό αντικείμενο].