φωτοειδής

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτοειδής Medium diacritics: φωτοειδής Low diacritics: φωτοειδής Capitals: ΦΩΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: phōtoeidḗs Transliteration B: phōtoeidēs Transliteration C: fotoeidis Beta Code: fwtoeidh/s

English (LSJ)

φωτοειδές, luminous, Hp.Cord.11, Heraclit. (Ἡρακλείδης codd.) ap.Placit.4.3.6, Posidon. ap. S.E.M.7.93; flame-like, Alex. Aphr. in Sens.47.15, de An.45.15; τὸ φ. Plu.2.382c, cf. Plot.4.4.24, 5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1323] ές, lichtartig, lichtvoll, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à la lumière.
Étymologie: φῶς, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

φωτοειδής: похожий на сияние, светящийся (πνεῦμα Plut.; ὄψις Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

φωτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς φῶς, φωτεινός, Ἡρακλείδ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 796, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 93, Πλούτ., κλπ.

Greek Monolingual

και φωτειδής, -ές, Α
1. όμοιος με φως
2. ο γεμάτος φως.
επίρρ...
φωτοειδῶς Α
με φωτοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -ειδής].

Léxico de magia

v. σχῆμα