χαμένος

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για πράγμ.) αυτός που έχει χαθεί (α. «χαμένη βαλίτσα» β. «χαμένη υπόθεση»)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχασε χρήματα σε χαρτοπαίγνιο ή σε επιχείρηση
3. μτφ. ανόητος, ευήθης
4. υβριστική έκφραση («τί θες βρε χαμένε και συνεχώς μέ ενοχλείς;»)
5. φρ. α) «τά 'χει χαμένα»
i) είναι σαστισμένος, σάστισε
ii) τρελάθηκε
β) «χαμένο κορμί» — άνθρωπος ανάξιος λόγου, τιποτένιος, εντελώς ανίκανος
γ) «χαμένα λόγια» — ανώφελες κουβέντες
δ) «χαμένος κόπος» — ανώφελη προσπάθεια, ματαιοπονία
ε) «είμαι χαμένος» — διατρέχω μεγάλο κίνδυνο.
επίρρ...
χαμένα
1. με τρόπο χαμένου
2. φρ. «στα χαμένα»
i) μάταια, άδικα
ii) τυχαία, κουτουρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του χάνω].