χρειώδης

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρειώδης Medium diacritics: χρειώδης Low diacritics: χρειώδης Capitals: ΧΡΕΙΩΔΗΣ
Transliteration A: chreiṓdēs Transliteration B: chreiōdēs Transliteration C: chreiodis Beta Code: xreiw/dhs

English (LSJ)

χρειῶδες,
A needful, Phld.D.3Fr.87, Ph.2.23, J.BJ5.5.8, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Ael.Tact.34.1; τισι Crantor ap.S.E.M11.53, Plu.2.724e; τὸ χ. necessity, Luc.Am.38; τὸ ἀναγκαῖον καὶ χ. Plu.2.1118b; ἐν πᾶσιν τοῖς χριώδεσιν (sic) τῆς πατρίδος IG4.716.13 (Hermione); χ. ἀπόφθεγμα, = χρεία v, D.L.4.47: Comp. and Sup., χρειωδέστερος, χρειωδέστατος, Ael.Tact.1.7: Comp., Hld.6.11: Sup., Ps.-Luc. Philopatr.19.
II in need of, τἄλλα ὧν ὁ ἀνθρώπινος βίος χρειώδης Ph. ap. Eus.PE8.11: abs., of parts of the body, needy, opp. ἐνεργά (productive), Mnesith. ap. Steph.in Gal.1.241D.; deficient, τὸ χ. Corp.Herm.18.6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
utile, profitable, avantageux à, τινι ; τὸ χρειῶδες l'utile;
Sp. χρειωδέστατος.
Étymologie: χρεία, -ωδης.

German (Pape)

ες,
1 von brauchbarer, nützlicher Art, Beschaffenheit, nütze, τὸ χρειῶδες εἰκέτω τῇ ἀνάγκῃ Luc. Amor. 38; Plut. Lyc. 5.
2 nötig, notwendig; τὰ χρειώδη Plut. Mar. 42; S.Emp. adv.mus. 29 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

χρειώδης:
1 полезный Plut., Luc.;
2 нужный, необходимый Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

χρειώδης: -ες, ὁ χρήσιμοςἀναγκαῖος τὴν φύσιν, συχν. παρὰ τοῖς γραμματικοῖς· τινὶ Πλούτ. 2. 724Ε· τὸ χρειῶδες, ἡ χρησιμότης, Λουκ. Ἔρωτ. 38· τὸ ἀναγκαῖον καὶ χρειῶδες Πλούτ. 2. 1018C· ἐν πᾶσι τοῖς χρειώδεσι τῆς πατρίδος Συλλ. Ἐπιγρ. 1223· χρ. ἀπόφθεγμα = χρεία Ι. 4, Διογ. Λ. 4. 47· ὑπερθετ. -έστατος Ψευδολουκ. Φιλόπ. 19.

Greek Monolingual

-ες / χρειώδης, -ῶδες, ΝΑ χρεία
χρήσιμος, αναγκαίος
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρειώδη
α) όσα απαιτούνται για την επιτέλεση ενός έργου, τα χρειαζούμενα
β) (οικον.) τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι αναγκαία για κατανάλωση
αρχ.
1. (για μέλος του σώματος) αυτός που για τη σωστή λειτουργία του απαιτείται η ταυτόχρονη λειτουργία άλλου ή άλλων μελών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρειῶδες
η χρησιμότητα
3. φρ. «χρειῶδες ἀπόφθεγμα» — γνωστό απόφθεγμα το οποίο αναπτύσσει ένας συγγραφέας σύμφωνα με ορισμένους κανόνες (Διογ. Λαέρ.).
επίρρ...
χρειωδῶς Α
κατ' ανάγκην ή με χρήσιμο τρόπο.