ψευτοπροφήτης

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψευτοπροφήτισσα, Ν
άτομο που προφητεύει ψευτιές ή που παριστάνει τον προφήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + προφήτης.