ψυχολογία

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

η, Ν
1. επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της συμπεριφοράς καθώς και τών συμπεριφορικών εκφάνσεων της εμπειρίας στον άνθρωπο και στα ζώα, τη μελέτη και ερμηνεία τών ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών, καθώς και τών νόμων που τά διέπουν
2. επιστημονικό ή σχολικό σύγγραμμα που πραγματεύεται τα θέματα αυτά
3. το σχετικό μάθημα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα
4. συνεκδ. η ψυχοσύνθεση, ο ψυχισμός ή η ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου ή ενός συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychologie (< ψυχή + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Ευγένιο Βούλγαρι].