изменчивый
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Russian > Greek
μετάπτωτος, μεταβολικός, μετάθετος, ἑτεροιωτικός, πολύστροφος, εὐμετάβλητος, τρεπτός, πολύτροπος, πολυπρόσωπος, εὔτρεπτος, ἀκατάστατος, ἀστάθμητος, μεταβλητικός, ποικίλος, παθητός, ἀλλοιωτικός, μετάβολος, εὐκίνητος, μεταβλητός, ῥευστός