ἑτεροιωτικός
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ἑτεροιωτική, ἑτεροιωτικόν, alterative, ἡ τερατολογουμένη -ωτική, of Chrysippus' theory of sensation (cf. ἑτεροίωσις), Stoic.1.108.
German (Pape)
[Seite 1048] verändernd, umgestaltend, δύναμις Sext. Emp. pyrrh. 2, 70.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροιωτικός: изменчивый (τύπωσις Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροιωτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ ἑτεροιοῦν ἐπιτήδειος, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 70.
Greek Monolingual
ἑτεροιωτικός, -ή, -όν (Α) ετεροιώ
1. ο ικανός για ετεροίωση, ο αλλοιωτικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑτεροιωτική
φρ. «ἡ τερατολογουμένη ἑτεροιωτική» — λέγεται για τη θεωρία τών αισθημάτων του Χρυσίππου.