ἑτεροιωτικός

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροιωτικός Medium diacritics: ἑτεροιωτικός Low diacritics: ετεροιωτικός Capitals: ΕΤΕΡΟΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: heteroiōtikós Transliteration B: heteroiōtikos Transliteration C: eteroiotikos Beta Code: e(teroiwtiko/s

English (LSJ)

ἑτεροιωτική, ἑτεροιωτικόν, alterative, ἡ τερατολογουμένη -ωτική, of Chrysippus' theory of sensation (cf. ἑτεροίωσις), Stoic.1.108.

German (Pape)

[Seite 1048] verändernd, umgestaltend, δύναμις Sext. Emp. pyrrh. 2, 70.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροιωτικός: изменчивый (τύπωσις Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροιωτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ ἑτεροιοῦν ἐπιτήδειος, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 70.

Greek Monolingual

ἑτεροιωτικός, -ή, -όν (Α) ετεροιώ
1. ο ικανός για ετεροίωση, ο αλλοιωτικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑτεροιωτική
φρ. «ἡ τερατολογουμένη ἑτεροιωτική» — λέγεται για τη θεωρία τών αισθημάτων του Χρυσίππου.