μεταβολικός
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
μεταβολική, μεταβολικόν,
A changeable, τρόπος Plb.38.5.6; of persons, Vett. Val.14.16; subject to change, mutable, μέρη Plu.2.373d; φύσις Simp. in Cael.114.14. Adv. μεταβολικῶς = with a change of metre, Heph.Poëm. p.74 C.
2 καπηλεῖον μ. retail shop (cf. μεταβόλος ΙΙ), Heraclid.Pol. 60 (-μελικόν codd.).
3 φωνήεντα μεταβολικά = doubtful vowels (α ι υ), S.E.M. 1.100.
German (Pape)
[Seite 145] ή, όν, zur Veränderung, bes. zum Waarenumtausch gehörig, geschickt; τὸ μεταβ., die Bude des μεταβολεύς, Sp. – Bei den Gramm. sind μεταβολικά die vocales ancipites, S. Emp. adv. gramm. 101. – Μεταβολικὸν μέλος, Schol. Ach. 204.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à changer, souple, flexible.
Étymologie: μεταβολή.
Russian (Dvoretsky)
μεταβολικός:
1 изменчивый, переменный (μέρη Plut.);
2 грам. (лат. anceps) меняющий свое количество (φωνάεντα α, ι, υ Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταβολικός: -ή, -όν, εὐμετάβολος, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 456, Πλούτ. 2. 373D· ― Ἐπίρρ. -κῶς, μετὰ μεταβολῶν, ποικίλως, Ἡφαιστ. σ. 75. 2) διατεθειμένος εἰς ἀνταλλαγήν· καπηλεῖον μ., ἐργαστήριον μεταπράτου, Ἡρακλείδ. Πολιτικ. 29. 3) φωνήεντα μ., τὰ ἀμφίβολα κατὰ τὴν ποσότητα φωνήεντα, τὰ μεταβάλλοντα (α ι υ), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 100.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταβολικός, -ή -όν) μεταβολή
νεοελλ.
ο σχετικός με τον μεταβολισμό (α. «μεταβολική αντίδραση» β. «μεταβολική νόσος»)
2. β) «βασικός μεταβολικός ρυθμός»
βιολ. άλλη ονομασία του βασικού μεταβολισμού
αρχ.
1. ευμετάβολος, ευμετάβλητος
2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός
3. ο διατεθειμένος για την ανταλλαγή, για το εμπόριο, ο εμπορικός («μεταβολικόν καπηλεῖον», Ηρακλ.)
4. φρ. «μεταβολικά φωνήεντα» — τα φωνήεντα που είναι αμφίβολα κατά την ποσότητα, δηλαδή τα δίχρονα α, ι, υ.
επίρρ...
μεταβολικώς (Α)
με μεταβολές, με αλλαγές, με ποικίλο τρόπο.