ἀγκοίνη
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
German (Pape)
[Seite 15] ἡ, = ἀγκάλη (ἀγκών), Hom. nur plur., dreimal, ἐν ἀγκοίνῃσι Διός, in Zeus Armen, ἰαύειν Il. 14, 213 Od. 11, 261, μιγεῖσα 11, 268; ἐκλίνθη Theocr. 3, 44; λίνοιο Opp. Hal. 3, 34; χθονός, der Erde Schooß, Jul. Aeg. 65 (VII, 562). Vgl. noch Apoll. Lex. H.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἄγκοινα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκοίνη: ἡ, (ἄγκος), ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀγκάλη, ἀγκών, κεκαμμένος βραχίων, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. Ζηνός... ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις, Ἰλ. Ξ. 213, Ὀδ. Λ. 261 κτλ. ΙΙ. μεταφ., πᾶν ὅ,τι στενῶς περιβάλλει τι, ἐν χθονὸς ἀγκοίναις... μητριάσιν, Ἀνθ. Π. 9, 398, Ὀππ. Ἁλ. 3. 34.
English (Autenrieth)
bent arm; ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύειν, ‘to rest in one's embrace.’
Greek Monotonic
ἀγκοίνη: ἡ (ἄγκος), ποιητ. αντί ἀγκάλη ή ἀγκών, λυγισμένος βραχίονας, μόνο στον πληθ., σε Όμηρ.
Middle Liddell
ἄγκος
poet. for ἀγκάλη or ἀγκών, the bent arm, only in pl., Hom.