ἀλλιτάνευτος

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλιτάνευτος Medium diacritics: ἀλλιτάνευτος Low diacritics: αλλιτάνευτος Capitals: ΑΛΛΙΤΑΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: allitáneutos Transliteration B: allitaneutos Transliteration C: allitaneftos Beta Code: a)llita/neutos

English (LSJ)

Ep. for ἀλιτάνευτος, inexorable, AP7.483.

Spanish (DGE)

v. ἀλιτάνευτος.

German (Pape)

[Seite 103] unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 659 (VII, 483).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexorable.
Étymologie: , λιτανεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλιτάνευτος: Anth. = ἄλλιστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλιτάνευτος: Ἐπ. ἀντὶ ἀλιτάνευτος, ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, Ἀνθ. Π. 483.

Greek Monotonic

ἀλλιτάνευτος: Επικ. αντί ἀ-λιτάνευτος, (λιτανεύω), αδυσώπητος, άκαμπτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λιτανεύω
inexorable, Anth.