ἀμπελουργέω
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
A fut. -ήσω Philostr.Im.2.17; work in or cultivate vineyard, esp. dress or strip vines, Ar.Fr.43 D., Thphr. CP 3.7.5, Plu.Phil.4, Luc.VH1.39:—Pass., ἄμπελος ἀμπελουργουμένη Thphr. CP3.14.1.
2 metaph., strip, plunder, πόλιν D.ap.Aeschin.3.166.
Spanish (DGE)
1 cultivar, podar viñas Ar.Fr.741B, Thphr.CP 3.7.5, 3.15.1, Plu.Phil.4, Luc.VH 1.39, Philostr.Im.2.17.
2 fig. podar, pillar, saquear πόλιν D. en Aeschin.3.166, cf. D.H.Dem.57.
German (Pape)
[Seite 129] Wein bauen, bes, die Reben beschneiden, Theophr.; Luc. V. H. 1, 39; ὁ ἀμπελουργῶν, Winzer, Plut. Philop. 4; bildlich, τὴν πόλιν, plündern, Aesch. 3, 166.
French (Bailly abrégé)
ἀμπελουργῶ :
seul. prés.
1 travailler la vigne;
2 fig. exploiter comme une vigne, pressurer.
Étymologie: ἀμπελουργός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἐργάζομαι ἐν ἀμπελῶνι, καλλιεργῶ ἄμπ. ἰδίως, κλαδεύω ἢ περιποιοῦμαι τὰ κλήματα, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 39· κατὰ παθ., ἄμπελος ἀμπελουργουμένη Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 1. 2) μεταφ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, πόλιν Αἰσχίν. 77. 25.
Greek Monotonic
ἀμπελουργέω: καλλιεργώ αμπελώνα, σε Θεόφρ., Λουκ.
Middle Liddell
to dress vines, Theophr., Luc.