Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναλείχω

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλείχω Medium diacritics: ἀναλείχω Low diacritics: αναλείχω Capitals: ΑΝΑΛΕΙΧΩ
Transliteration A: analeíchō Transliteration B: analeichō Transliteration C: analeicho Beta Code: a)nalei/xw

English (LSJ)

lick up, τὸ αἷμα Hdt.1.74.

Spanish (DGE)

lamer τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Hdt.1.74.

German (Pape)

[Seite 195] auflecken, Her. 1, 74 αἷμα.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀνά, λείχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλείχω: слизывать (τὸ αἷμα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλείχω: λείχω, «γλείφω», τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Ἡρόδ. 1. 74 ἐν τέλει.

Greek Monolingual

ἀναλείχω)
γλείφω
νεοελλ.
1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι
2. αναδίδω υγρασία
3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λείχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα].

Greek Monotonic

ἀναλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω, τὸ αἷμα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to lick up, τὸ αἷμα Hdt.