ἀναστροφίως
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Translations
inversely
Bulgarian: обратно; Finnish: käänteisesti; French: inversement; German: umgekehrt; Greek: αντίθετα, ανάποδα, αντίστροφα; Ancient Greek: ἀλλάξ, ἀνάπαλι, ἀνάπαλιν, ἀναστρόφως, ἀναστροφίως, ἀνεστραμμένως, ἀντεστραμμένως, ἀντιπεπονθότως, ἀντιστρόφως, ἔμπαλιν, ἐνηλλαγμένως; Spanish: inversamente