ἀντεστραμμένως

English (LSJ)

inversely, conversely, opposedly, Adv. pf. part. Pass. of ἀντιστρέφω (q.v.).

Spanish (DGE)

adv.
1 en sentido inverso o contrario, inversamente (τὸ ἄπειρον) ἐν γὰρ τῷ πεπερασμένῳ κατὰ πρόσθεν γίγνεται ἀ. Arist.Ph.206b5
del orden de palabras, A.D.Synt.73.2, 214.4, ἔχει αὑτοῖς μὲν παραπλησίως, τούτοις δ' ἀ. Arist.PA 684b35, de la flexión de los miembros κάμπτειν ἢ ἐπὶ τὸ κοῖλον ... ἢ ἐπὶ τοὐναντίον ... ἢ ἀ. Arist.IA 712a4.
2 lóg. de forma opuesta ἀκολουθεῖ μὲν ἀντιφατικῶς, ἀ. δέ Arist.Int.22a34.

German (Pape)

[Seite 247] (perf. von ἀντιστρέφω), entgegen-, umgekehrt, Arist. part. an. 4, 9 polit. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεστραμμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. ἴδε ἀντιστρέφω IV. 3.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεστραμμένως: ἀντιστρέφω в обратном или противоположном направлении, обратно, наоборот Arst.

Translations