ἀντισχυρίζομαι

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισχῡρίζομαι Medium diacritics: ἀντισχυρίζομαι Low diacritics: αντισχυρίζομαι Capitals: ΑΝΤΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antischyrízomai Transliteration B: antischyrizomai Transliteration C: antischyrizomai Beta Code: a)ntisxuri/zomai

English (LSJ)

Med., to be stiff in maintaining a contrary opinion, Th.3.44; πρός τι Plu.2.535e.

Spanish (DGE)

mantenerse firme en la opinión contraria περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος Th.3.44, πρὸς ἀμφότερα Plu.2.535e.

French (Bailly abrégé)

persister à soutenir une opinion contraire.
Étymologie: ἀντί, ἰσχυρίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισχῡρίζομαι: твердо отстаивать противоположное мнение, не уступать (πρός τινα Plut.): ἀντισχυριζόμενος τἀναντία γιγνώσκω Thuc. я решительно убежден в обратном.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισχῡρίζομαι: μέσ., διισχυρίζομαι τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 44· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, πρός τι Πλούτ. 2. 535Ε.

Greek Monolingual

ἀντισχυρίζομαι (Α)
1. ισχυρίζομαι το αντίθετο
2. αντιτίθεμαι σε κάτι.

Lexicon Thucydideum

vicissim confirmare, to encourage in turn, 3.44.3.