ἀπαρακάλυπτος
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A undisguised, γυμνὴ καὶ ἀ. κατηγορία Hld. 10.29. Adv. ἀπαρακαλύπτως Pl.R. 538c, Euthd.294d: Comp. ἀπαρακαλυπτότερον D.C.67.3.
2 open-hearted, ἀ. τὰς ψυχάς Ptol.Tetr.155.
Spanish (DGE)
-ον
1 descubierto, no encubierto κεφαλή Plu.2.266e, κατηγορία Hld.10.29.5
•fig. abierto, cordial ἀ. τὰς ψυχάς de alma Ptol.Tetr.3.14.4
•compar. neutr. como adv. -ότερον D.C.67.3.2.
2 adv. -ως abiertamente Pl.R.538c, Euthd.294d, ὀργίζεσθαι UPZ 144.3 (I a.C.).
German (Pape)
[Seite 279] unverhüllt, κεφαλή Plut. qu. Rom. 11; unverhohlen, adv., ἐρωτᾶν Plat. Euthyd. 294 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non voilé, non caché, ouvert.
Étymologie: ἀ, παρακαλύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρακάλυπτος: непокрытый, открытый (κεφαλή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρακάλυπτος: -ον, ἀκάλυπτος, ἄκρυπτος, φανερός, γυμνὴ καὶ ἀπ. κατηγορία Ἡλιόδ. 10. 29. - Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, Πλάτ. Πολ. 538C, Εὐθύδ. 294D. - Συγκρ. -ότερον Δίων Κ. 67. 3.
Greek Monolingual
ἀπαρακάλυπτος, -ον (Α)
απροκάλυπτος, φανερός.
Greek Monotonic
ἀπαρακάλυπτος: -ον (παρακαλύπτω), ασκεπής, ακάλυπτος, εμφανής· επίρρ. -τως, χωρίς προκάλυψη, φανερά, σε Πλάτ.
Middle Liddell
παρακαλύπτω
uncovered: adv. -τως, undisguisedly, Plat.