ἀπερύω

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερύω Medium diacritics: ἀπερύω Low diacritics: απερύω Capitals: ΑΠΕΡΥΩ
Transliteration A: aperýō Transliteration B: aperyō Transliteration C: aperyo Beta Code: a)peru/w

English (LSJ)

[ῠ], tear off from, ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.14.134; πόρτιν μητρὸς ἀπειρύσσαντες Q.S.14.259:—Med.,AP7.730 (Pers.)(tm.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀπειρύω Q.S.14.259
arrancar ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.14.134, πόρτιν ... μητρός Q.S.l.c.
en v. med. ἇς δή ποκ' ἀπὸ ψυχὰν ἐρύσαντο ὠδίνες a la que antaño los dolores del parto arrancaron la vida, AP 7.730 (Pers.).

German (Pape)

[Seite 288] (s. ἐρύω), abziehen, in tmesi Od. 14, 184.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερύω: ἀποσπῶ ἀπό τινος (ἐν τμήσει), ῥινὸν ὀστεόφιν ἐρύσαι «ἑλκύσαι, ἀποσπάσαι» (Σχολ.) Ὀδ. Ξ. 134· ἠΰτε πόρτιν… μητρὸς ἀπειρύσσαντες, ἀποσπάσαντες, Κόϊντ. Σμ. 14. 259: - Μέσ., Ἀνθ. ΙΙ. 7. 730. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐρύω].

Greek Monolingual

ἀπερύω (Α) ερύω
αποχωρίζω, αποσπώ.

Greek Monotonic

ἀπερύω: μέλ. -ερύσω [ῠ], αποσπώ από· ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., σε Ανθ.

Middle Liddell

to tear off from, ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.:—Mid., Anth.