ἀποσπεύδω

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσπεύδω Medium diacritics: ἀποσπεύδω Low diacritics: αποσπεύδω Capitals: ΑΠΟΣΠΕΥΔΩ
Transliteration A: apospeúdō Transliteration B: apospeudō Transliteration C: apospeydo Beta Code: a)pospeu/dw

English (LSJ)

fut. -σπεύσω, to be zealous in preventing, dissuade earnestly, τὴν συμβολήν the engagement, Hdt.6.109: c.acc. et inf., ἀ. ξέρξεα στρατεύεσθαι Id.7.17: abs., opp. ἐπισπεύδω, ib.18, Th.6.29.

Spanish (DGE)

desaconsejar, disuadir Ξέρξην στρατεύεσθαι Hdt.7.17
abs. ser contrario u opuesto ἢν δὲ <τὴν> τῶν ἀποσπευδόντων τὴν συμβολὴν ἕλῃ si prefieres la opinión de los que son contrarios (a la batalla) Hdt.6.109, ἀποσπεύδων μοῦνος ἐφαίνετο él solo parecía opuesto Hdt.7.18
desistir Th.6.29, cf. D.C.46.17.7.

German (Pape)

[Seite 326] 1) eifrig hintertreiben, abrathen, τί Her. 6, 109 (πόλεμον Dion. Hal. 6, 51); abhalten, τινά 2, 17, mit folgdm inf. – 2) im Eifer wofür nachlassen, Thuc. 6, 29, od. dagegen sich bemühen.

French (Bailly abrégé)

dissuader fortement : τι qch ; τινά avec l'inf. qqn de faire qch.
Étymologie: ἀπό, σπεύδω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσπεύδω: всячески отговаривать, удерживать (τι и τινὰ ποιεῖν τι Her.; ἀποτρέπειν καὶ ἀ. Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσπεύδω: μέλλ. -σπεύσω, προσπαθῶ παντὶ τρόπῳ νὰ ἐμποδίσω, ἀποτρέπω, ἤν τῶν ἀποσπευδόντων τὴν συμβουλὴν ἕλῃ Ἡροδ. 6. 109· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἆρα σὺ δὴ ἐκεῖνος εἶς ὁ ἀποσπεύδων Ξέρξεα στρατεύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 17· ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπισπεύδω, καὶ Ἀρτάβανος, ὅς πρότερον ἀποσπεύδων μοῦνος ἐφαίνετο, τότε ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν ὁ αὐτ. 18, Θουκ. 6. 29.

Greek Monolingual

ἀποσπεύδω (Α)
1. προσπαθώ να εμποδίσω, να αποτρέψω κάτι με κάθε τρόπο
2. ενεργώ με βραδύτητα.

Greek Monotonic

ἀποσπεύδω: μέλ. -σπεύσω, προσπαθώ με ζήλο να εμποδίσω κάτι, αποτρέπω, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., ἀποσπεύδων Ξέρξεα στρατεύεσθαι, στον ίδ.

Middle Liddell

to be zealous in preventing a thing, Hdt.; c. acc. et inf., ἀπ. Jέρξεα στρατεύεσθαι Hdt.