ἀποσῴζω
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
English (LSJ)
A save or preserve from, νόσου S.Ph.1379; ἐκ τῶν ναυαγίων -σωθέντες Luc.Herm.86; ἀ. οἴκαδε bring safe home, X.HG7.2.19, cf. An.2.3.18.
2 keep safe, Pl.Phlb. 26c, Lg.692c, IG2.268; ἀ. πατρὸς γνώμας keep them in mind, remember, E.Fr.362.2.
3 preserve, τὴν τάξιν, of the pulse, Gal.14.635.
II Pass., ἀποσωθῆναι ἐς.. to get safe to a place, Hdt.5.87, 7.229, X.HG1.3.22; ἐπὶ θάλατταν ib.3.1.2: abs., get off safe, Hdt.2.107, al.
III intr. in Act., ἀ. γενομένη come safely into being, Pl.Ep.336b.
Spanish (DGE)
• Morfología: [lacon. aor. ἀπεσόϊξεν Hsch.]
I de pers.
1 tr. salvar, salvar de c. ac. y gen. σε ... νόσου S.Ph.1379, c. ac. y part. pred. τινὰς δὲ τῶν πολιτῶν ἐπὶξένης δουλεύοντας ἀπεσώισεν BCH 10.301 (Alabanda II a.C.)
•sólo c. ac. ἀμφοτέρους Aristaenet.1.5.36
•c. ac. y ἐς c. ac. o adv. de direcc. conducir a salvo ὑμᾶς εἰς τὴν Ἑλλάδα X.An.2.3.18, οἴκαδε καὶ ἑαυτούς X.HG 7.2.19
•abs. conservar a salvo Pl.Phlb.26c.
2 intr. salvarse ἀπέσωσεν γενομένη nació con vida Pl.Ep.336b
•en v. med.-pas., c. ἐς o ἐπί y ac. llegar a salvo ἕνα μοῦνον τὸν ἀποσωθέντα αὐτῶν ἐς τὴν Ἀττικὴν γενέσθαι que fue uno solo de ellos el que llegó a salvo al Ática Hdt.5.87, ἐς Σπάρτην Hdt.7.229, ἐς τὴν Ἀσίην Hdt.8.118, εἰς Δεκέλειαν X.HG 1.3.22, ἐπὶ θάλατταν X.HG 3.1.2
•c. ἐκ y gen. ἐκ τῶν ναυαγίων Luc.Herm.86
•abs., Hdt.2.107, 8.88, Men.Dysc.434.
II de abstr. conservar, recordar, preservar πατρὸς γνώμας E.Fr.19.2M., τά τε νοηθέντα ἂν καλὰ τότε πάντα ἀπέσωσε hubiera preservado todo el bello plan de entonces Pl.Lg.692c, τὴν τάξιν del pulso, Gal.14.635, τὴν ἐκ φύσεως ὀφειλομένην ἀποσῴζων εὔνοιαν POxy.2711.4 (III d.C.), τὴν καλήν μοι πίστιν ἀποσώζειν preservarme su buena fe, POxy.71.2.11 (IV d.C.), ἑκάστῳ τὸ δίκαιον τοῦ Θεοῦ ἀποσώζοντος Marc.Er.Opusc.M.65.948B, en v. pas. καθαρὰν ἀποσωθῆναι τῷ Θεῷ τὴν φύσιν Gr.Nyss.Or.Catech.35, ἵν' ἡ ... πρόσοδος ... ἀποσωθείῃ τῷ ταμείῳ PBeatty Panop.2.141 (IV d.C.).
French (Bailly abrégé)
retirer sain et sauf : νόσου SOPH sauver d'une maladie ; ἀπ. εἰς τὴν Ἑλλάδα XÉN ramener sain et sauf en Grèce ; Pass. ἀποσωθῆναι ἐς τὴν Ἀττικήν HDT revenir sain et sauf en Attique.
Étymologie: ἀπό, σῴζω.
Greek Monotonic
ἀποσῴζω: μέλ. -σω, διαφυλάσσω από, θεραπεύω από ασθένεια, τινός, σε Σοφ.· ἀποσῴζω οἴκαδε, φέρνω κάποιον σώο στην πατρίδα, σε Ξεν. — Παθ., ἀποσωθῆναι ἐς ή ἐπὶ τόπον, φθάνω σώος σε κάποιον τόπο, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., διασώζομαι, γλιτώνω από κίνδυνο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσῴζω:
1 спасать, избавлять (νόσου Soph.; ἐκ τῶν ναυαγίων Luc.); pass. спасаться, уцелевать Plut.;
2 сохранять в целости (οὐκ ἀποκναῖσαι, ἀλλὰ ἀποσῶσαι Plat.);
3 хранить в памяти (γνώμας τινός Eur.);
4 доставлять целым и невредимым (τινὰ εἰς τὴν Ἑλλάδα Xen.): ἀποσωθῆναι ἐς Σπάρτην Her. благополучно прибыть в Спарту;
5 оставаться невредимым Plat.
German (Pape)
1 von etwas retten, erhalten, Plat. Phil. 26c; νόσου Soph. Phil. 1365; εἰς τὴν Ἑλλάδα, glücklich zurückführen, Xen. An. 2.3.18; οἴκαδε Hell. 7.2.19; ebenso pass., ἀποσωθῆναι εἰς Σπάρτην Her. 7.229, 8.118, glücklich hingelangen.
2 intr., Plat. Ep. VII.336b ἀπέσωσε γενομένη, sich erhalten.