ἀφίκτωρ

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφίκτωρ Medium diacritics: ἀφίκτωρ Low diacritics: αφίκτωρ Capitals: ΑΦΙΚΤΩΡ
Transliteration A: aphíktōr Transliteration B: aphiktōr Transliteration C: afiktor Beta Code: a)fi/ktwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ,
A = ἱκέτης, A.Supp.241.
2 Ζεὺς ἀφίκτωρ, = ἱκέσιος, ib.1.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
suplicante κλάδοι ... ἀφικτόρων A.Supp.241, Ζεὺς ἀ. Zeus, protector de los suplicantes A.Supp.1.

German (Pape)

[Seite 411] ορος, ὁ, der Schutzflehende, Aesch. Suppl. 238; Ζεὺς ἀφίκτωρ, der Beschützer der Schutzflehenden, wie ἱκέσιος, Suppl. 1.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
1 suppliant;
2 protecteur des suppliants (Zeus).
Étymologie: ἀφικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφίκτωρ: ορος ὁ
1 молящий о защите, ищущий убежища Aesch.;
2 покровитель ищущих убежища (эпитет Зевса) Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφίκτωρ: -ορος, ὁ, = ἱκέτης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 241. 2) Ζεὺς ἀφίκτωρ = ἱκέσιος αὐτόθι 1. Μόνον ἐν ποιήσει.

Greek Monolingual

ἀφίκτωρ, ο (Α) αφίκω
1. ικέτης
2. «Ζεὺς ἀφίκτωρ» — ικέσιος, προστάτης των ικετών.