ἀχολία
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Mangel an Galle, Sanftmuth, Plut. neben πρᾳότης cons. ad ux. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
absence de bile, càd caractère doux.
Étymologie: ἄχολος.
Russian (Dvoretsky)
ἀχολία: ἡ отсутствие желчности, кротость Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχολία: ἡ, ἔλλειψις χολῆς, ἀοργησία, Πλούτ. 2. 608D.
Greek Monolingual
η (AM ἀχολία) άχολος νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη της έκκρισης χολής
αρχ.
πραότητα.