Ἅφαιστος

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἅφαιστος Medium diacritics: Ἅφαιστος Low diacritics: Άφαιστος Capitals: ΑΦΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: Háphaistos Transliteration B: Haphaistos Transliteration C: Afaistos Beta Code: *a(/faistos

English (LSJ)

Doric for Ἥφαιστος.

Spanish (DGE)

v. Ἥφαιστος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dor. c. Ἥφαιστος.

Greek (Liddell-Scott)

Ἅφαιστος: Δωρ. ἀντί Ἥφαιστος.

English (Slater)

ᾱφαιστος god of fire.
   a Ἁφαίστου τέχναισιν χαλκελάτῳ πελέκει πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (O. 7.35) τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; of the third Delphic temple of Apollo (Pae. 8.66) test., Boethus in Phot., lex. s. v. Ἥρας δεσμούς· παρὰ Πινδάρῳ γὰρ (Ἥρα) ὑπὸ Ἡφαίστου δεσμεύεται ἐν τῷ ὑπ' αὐτοῦ κατασκευασθέντι θρόνῳ fr. 283.
   b generally, fire κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει i. e. Etna in eruption (P. 1.25) σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου (P. 3.40)

Greek Monotonic

Ἅφαιστος: Δωρ. αντί Ἥφαιστος.

Middle Liddell


Hephaestus, Doric for Ἥφαιστος.