ἐκκαγχάζω
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
burst out into loud laughter, X.Smp.1.16; ἀθρόον ἐ. Arist.EN1150b11:—spelt ἐκκακχάζω, Phld.Ir.p.49 W.: ἐκκαχάζω, v.l. in Sch.Ar.Nu.1242.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -κακχάζω Phld.Ir.22.20; -καχάζω Sch.Ar.Nu.1242 (var.)
soltar carcajadas, reir a carcajadas ἐξεκάγχασεν ἐπὶ τῷ οἰκτισμῷ αὐτοῦ X.Smp.1.16, οἱ κατέχειν πειρώμενοι τὸν γέλωτα ἀθρόον ἐκκαγχάζουσι Arist.EN 1150b11, cf. Phld.l.c., Philox.Cyth.5.
German (Pape)
[Seite 761] in lautes Gelächter ausbrechen; ἐπί τινι, Xen. Conv. 1, 16; ἀθρόον, Arist. eth. 7, 7, 6.
French (Bailly abrégé)
éclater de rire.
Étymologie: ἐκ, καγχάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκαγχάζω: разражаться хохотом, aor. захохотать (ἐπί τινι Xen.; ἀθρόον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαγχάζω: ἐκρήγνυμαι εἰς ἠχηρόν γέλωτα, Ξεν. Συμπ. 1, 16˙ καὶ ὥσπερ οἱ κατέχειν πειρώμενοι τὸν γέλωτα ἀθρόον ἐκκαγχάζουσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 6.
Greek Monolingual
ἐκκαγχάζω (Α)
ξεσπώ σε καγχασμούς.
Greek Monotonic
ἐκκαγχάζω: μέλ. -σω, ξεσπώ σε δυνατό, ηχηρό γέλιο, σε Ξεν.