ἐννῆμαρ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
Ep. Adv. for nine days, Il.1.53, al.
Spanish (DGE)
adv. durante nueve días ἐ. μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο, τῇ δεκάτῃ ... Il.1.53, ἐ. ξείνισσε καὶ ἐννέα βοῦς ἱέρευσεν Il.6.174, ἐ. δ' ἐς τεῖχος ἵει ῥόον Il.12.25, ἐ. δὴ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν Il.24.107, cf. Od.7.253, ἐ. ... πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ Od.10.28
•no incluyendo las noches Λητὼ δ' ἐ. τε καὶ ἐννέα νύκτας h.Ap.91, cf. h.Cer.47.
German (Pape)
[Seite 847] adv., neun Tage lang, Il. 1, 53.
French (Bailly abrégé)
adv.
pendant neuf jours.
Étymologie: ἐννέα, ἦμαρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐννῆμαρ: adv. в течение девяти дней Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννῆμαρ: Ἐπικ. ἐπίρρ., ἐπὶ ἐννέα ἡμέρας, Ἰλ. Α. 53, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ ἐννέα ὡς ἱεροῦ ἀριθμοῦ, ἴδε ἐν λ. ἐννέα.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐννήμαρ (Α)
επίρρ. επί εννέα ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ήμαρ «ημέρα», με συναίρεση ή, κατ' άλλους, < ενF ήμαρ < θ. ενF- (βλ. εννέα) + ήμαρ].
Greek Monotonic
ἐννῆμαρ: Επικ. επίρρ., αυτός που διαρκεί επί εννιά μέρες, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
epic adv. for nine days, Il.