ἐπανανεόομαι
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
Med., revive, τὸν λόγον Pl.R. 358b; renew, τὰ διαστρώματα POxy.237 viii41 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 900] dep. med., wieder erneuen, wiederholen, λόγον Plat. Rep. II, 358 b.
French (Bailly abrégé)
-εοῦμαι;
renouveler, recommencer.
Étymologie: ἐπί, ἀνανεόομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανανεόομαι: возобновлять, вновь рассматривать (τὸν λόγον τινός Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανανεόομαι: μέσ., ἀνανεώνω, ἐπαναλαμβάνω, τὸν λόγον Πλάτ. Πολ. 358Β.
Greek Monotonic
ἐπανανεόομαι: Μέσ., ανανεώνω, αναζωγονώ, αναγεννώ, σε Πλάτ.