ἐπιστολάδην
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. girt up, of dress, like ἀνεσταλμένως, Hes. Sc.287.
German (Pape)
[Seite 984] aufgeschürzt, aufgegürtet, χιτῶνας ἔσταλτο Hes. Sc. 287.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec la tunique retroussée.
Étymologie: ἐπιστέλλω, -δην.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστολάδην: (ᾰ) adv. подобрав, подпоясавши Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστολάδην: ᾰ, Ἐπίρρ. (ἐπιστέλλω ΙΙ), ἐζωσμένως, κομψῶς, ἐπὶ ἱματισμοῦ, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ἀντὶ τοῦ κοσμίως καὶ ἀνεσταλμένως», Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 287.
Greek Monolingual
ἐπιστολάδην (Α)
επίρρ. (για χιτώνα) κομψά («ἐπιστολάδην δέ χιτῶνας ἔσταλτο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα -δην (πρβλ. βάδην)].
Greek Monotonic
ἐπιστολάδην: [ᾰ], επίρρ. (ἐπιστέλλω II), συνεσταλμένα, κόσμια, κομψά, λέγεται για ένδυμα, σε Ησίοδ.