ἐπιτραγίας
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ον, ὁ, a kind of fish, which is barren and so grows fat (cf. ἐπίτραγοι), Arist.HA 538a14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτραγίας: -ου, ὁ, εἶδος ἰχθύος παχέος μὲν ἀλλ’ ἄνευ ὠῶν, καὶ ἑπομένως στείρου (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), «εἰσὶ δέ τινες ἰχθύες οἳ καλοῦνται ἐπιτραγίαι, γίνονται δὲ τῶν ποταμίων τοιοῦτοι κυπρῖνος καὶ βάλαγρος· οὐκ ἔχουσι δὲ οἱ τοιοῦτοι οὔτε ᾠὸν οὔτε θορὸν οὐδέποτε» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11. 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτρᾰγίας: ου ὁ (sc. ἰχθύς) «козлик» (неизвестный вид рыбы, очень жирной, но не имеющей икры) Arst.