ἐποχθίδιος
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
α, ον (ὄχθη) riverine, on the river-banks or of the river-banks, Νύμφαι AP9.556 (Zon.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui habite sur les hauteurs, sur les collines.
Étymologie: ἐπί, ὄχθη.
Russian (Dvoretsky)
ἐποχθίδιος: (ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχθίδιος: -α, -ον, (ὄχθη), ἐπὶ τῶν ὄχθων τὰς διατριβὰς ποιούμενος, Νύμφαι ἐποχθίδιαι, Νηρηΐδες, εἴδετε Δάφνιν χθιζὸν Ἀνθ. Π. 9. 556.
Greek Monolingual
ἐποχθίδιος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται πάνω στην όχθη.
Greek Monotonic
ἐποχθίδιος: -αν, -ον (ὄχθη), ορεινός ή βουνίσιος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐπ-οχθίδιος, η, ον ὄχθη
on or of the mountains, Anth.