ἐφάμερος
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1112] dor. = ἐφήμερος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφάμερος: ἐφᾱμέριος, Δωρ. ἀντὶ ἐφήμερος, ἐφημέριος.
English (Slater)
ἐφᾱμερος, -ιος; ἐπᾱμερος, -ιος (v. Forssman, 11ff., Fränkel, W & F, 23ff.)
a adj.
I by day καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.6)
II daily, i. e. of the day, day by day τερπνὸν ἐφάμερον διώκων (I. 7.40)
b subs., creature of a day, mortal ἐπάμεροι (sc. εἰσὶν ἄνθρωποι) (P. 8.95) ὦ τάλας ἐφάμερε (Hermann: ἐφήμερε codd.: Silenos speaks to Olympos) fr. 157. ὦ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182.
Greek Monolingual
ἐφάμερος, -ον (Α)
δωρ. τ., βλ. ἐφήμερος.
Greek Monotonic
ἐφάμερος: ἐφ-ᾱμέριος, Δωρ. αντί ἐφ-ήμ-.