ἰσόβοιος
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
ἰσόβοιον, (βοῦς)
A worth an ox, Hsch. s.v. ἀντίβοιος.
II ἰσόβοιον, τό, a poppy-like flower, Id.
German (Pape)
[Seite 1264] einem Ochsen gleich an Werth, Erkl. von ἀντίβοιος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόβοιος: -ον, (βοῦς) ἔχων ἀξίαν ἑνὸς βοός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίβοιος. ΙΙ. ἰσόβοιον, τό, «ἄνθος ὅμοιον μήκωνι», δηλ. ὅμοιον μὲ «παπαροῦναν», Ἡσύχ. ἐνλέξει.
Greek Monolingual
ἰσόβοιος -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού
2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον
άνθος με μήκωνα (παπαρούνα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσίβοιος, μυριόβοιος].