ἱμάντωσις
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A binding with thongs, Id.; of the straps of a car, Poll.1.142.
II piece of timber used instead of a bond stone, LXXSi.22.16, Phot., etc.
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, eigtl. das Binden mit Riemen, Riemenzeug, Poll. 1, 142; übh. das Verbinden; auch eine Mauer, VLL. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμάντωσις: -εως, ἡ, τὸ συνδέειν διὰ λωρίων, «ἱμάντωσις· σύνδεσμος τῶν κορυγίων (corrigiarum) τοῦ ὑποδήματος» Ἡσύχ.· περὶ τῶν λωρίων ἁμάξης, Πολυδ. Α΄, 142. ΙΙ. δέσις ξύλων ἐμβαλλομένων τοῖς οἰκοδομήμασιν, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 16), Φώτ., κτλ. ΙΙΙ. ἐπιμήκυνσις τοῦ γαργαρεῶνος (σταφυλῆς), ὡς τὸ ἱμάντιον, Ἀέτ. 8, 43.
Greek Monolingual
ἱμάντωσις, ἡ (Α) ιμαντώ
1. ένωση ή δέσιμο με λουριά
2. η ξυλοδεσιά οικοδομής
3. η επιγλωττίδα, η σταφυλή.