ἱππαγρέται

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαγρέται Medium diacritics: ἱππαγρέται Low diacritics: ιππαγρέται Capitals: ΙΠΠΑΓΡΕΤΑΙ
Transliteration A: hippagrétai Transliteration B: hippagretai Transliteration C: ippagretai Beta Code: i(ppagre/tai

English (LSJ)

ῶν, οἱ, (ἀγρέω) hippagretai, three officers at Lacedaemon, who chose 300, the flower of the ἔφηβοι, to serve as a body-guard for the kings (v. ἱππεύς II.1), X.HG3.3.9, Lac.4.3, Archyt. ap. Stob.4.1.138: sg., Th.4.38 (unless it be pr. n.).

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les trois commandants du corps de cavalerie attaché à la personne du roi de Sparte en temps de guerre.
Étymologie: ἵππος, ἀγείρω.

German (Pape)

οἱ, drei Anführer der berittenen Leibwache der spartanischen Könige im Kriege, die aus 300 Epheben bestand, Xen. Hell. 3.3.9, Lac. 4.3; Archyt. Stob. fl. 43.134.

Russian (Dvoretsky)

ἱππαγρέται: ῶν οἱ гиппагреты (три начальника отборного конногвардейского отряда из 300 ἔφηβοι, состоявшего при спартанских царях в военное время) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαγρέται: -ῶν, οἱ, (ἴδε ἀγρέτης), τρεῖς ἄρχοντες ἐν Σπάρτῃ, οἵτινες ἐξέλεγον τριακοσίους ἐπιλέκτους ἱππέας ἐκ τῶν ἐφήβων, ὅπως ὑπηρετῶσιν ὡς σωματοφύλακες τοῦ βασιλέως (ἴδε ἱππεὺς ΙΙ. 2), Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 9, Λακ. 4. 3, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱππαγρέτας· ἀρχὴ ἐπὶ τῶν ἐπιλέκτων ὁπλιτῶν».

Greek Monolingual

ἱππαγρέται, οι (Α)
(στη Σπάρτη) τρεις άρχοντες που εξέλεγαν 300 επίλεκτους εφήβους ιππείς για να υπηρετούν ως σωματοφύλακες του βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἀγρέται (< ἀγρέω)].

Greek Monotonic

ἱππαγρέται: -ῶν, οἱ (ἀγείρω), τρεις αξιωματούχοι στη Σπάρτη, οι οποίοι επέλεγαν τριακόσιους ιππείς από τους ἐφήβους, για να υπηρετούν σαν σωματοφυλακή των βασιλιάδων, σε Ξεν.

Middle Liddell

[from ἶπος ἀγείρω
three officers at Lacedaemon, who chose 300 ἔφηβοι, to serve as a bodyguard for the kings, Xen.

Mantoulidis Etymological

οἱ (=τρεῖς ἄρχοντες τῆς Σπάρτης). Ἀπό τό ἵππος + ἀγρέτης (=ἄρχοντας) τοῦ ἀγείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.