ἵππαιχμος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππαιχμος Medium diacritics: ἵππαιχμος Low diacritics: ίππαιχμος Capitals: ΙΠΠΑΙΧΜΟΣ
Transliteration A: híppaichmos Transliteration B: hippaichmos Transliteration C: ippaichmos Beta Code: i(/ppaixmos

English (LSJ)

ἵππαιχμον, fighting on horseback, equestrian, Pi.N.1.17.

German (Pape)

[Seite 1257] zu Pferde kämpfend, λαός, Pind. N. 1, 17.

Russian (Dvoretsky)

ἵππαιχμος:сражающийся верхом, конный (λαός Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἵππαιχμος: -ον, ὁ μαχόμενος ἀπὸ ἵππου, ἕφιππος πολεμιστής, Πινδ. Ν. 1. 25.

English (Slater)

ἵππαιχμος of armed horsemen ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.17)

Greek Monolingual

ἵππαιχμος, -ον (Α)
αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέταιχμος, σύναιχμος].