ὀμιχλώδης

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμιχλώδης Medium diacritics: ὀμιχλώδης Low diacritics: ομιχλώδης Capitals: ΟΜΙΧΛΩΔΗΣ
Transliteration A: omichlṓdēs Transliteration B: omichlōdēs Transliteration C: omichlodis Beta Code: o)mixlw/dhs

English (LSJ)

v. ὀμιχλοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμιχλώδης: -ες, = ὀμιχλοειδής, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, -ῶδες) ομίχλη
γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «ομιχλώδης έρημος»
γεωλ. περιοχή της χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους αλλά δέχεται ελάχιστες ή καθόλου βροχοπτώσεις.