ὁρκόω

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκόω Medium diacritics: ὁρκόω Low diacritics: ορκόω Capitals: ΟΡΚΟΩ
Transliteration A: horkóō Transliteration B: horkoō Transliteration C: orkoo Beta Code: o(rko/w

English (LSJ)

A make one swear, bind by oath, Cratin.366, Ar.Th.276, Lys. 20.26: followed by fut. inf., ὁρκώσαντες πίστεσι μεγάλαις μηδὲν μνησικακήσειν Th.4.74; ὁ. τινὰ ἦ μὴν ἐμμενεῖν Is.5.33; ὁ. τινὰς εἴς τινα Plu. Galb.10: c. acc. cogn., ὁ. τοὺς στρατιώτας τοὺς μεγίστους ὅρκους Th.8.75, cf. Ar.Lys.187:—Pass., to be bound by oath, Polem.Hist.83; cf. ὁρκίζω.
2 abs., administer an oath, IG12.39.36: c. acc., Ἀθηναίους ib.16, cf. SIG45.20 (Halic., v B. C.).

German (Pape)

[Seite 379] Einen schwören lassen, vereidigen (wie das spätere ὁρκίζω); Ar. Thesm. 276; auch ὅρκον ὁρκοῦν τινα, Lys. 187; Thuc. 4, 74; ὥρκωσαν τοὺς στρατιώτας τοὺς μεγίστους ὅρκους, 8, 75; öfter bei den Rednern, Lys. 20, 26 Is. 5, 33; auch Xen. Hell. 6, 5, 3 u. A.; εἴς τινα, Plut. Galb. 10. – Pass. ὁρκοῦσθαι, vereidigt werden, schwören, Polemo bei Macrob. 5, 19. – Adj. verb. ὁρκωτός, vereidigt, Antiph. 6, 14 u. andere Redner.

French (Bailly abrégé)

ὁρκῶ :
faire prêter serment : τινά ou ὅρκον ὁρκοῦν τινα THC à qqn.
Étymologie: ὅρκος.

Russian (Dvoretsky)

ὁρκόω: брать клятву, заставлять клясться, связывать клятвенным обещанием (τινα Arph., Isae., Lys., Plut.): ὁ. τινα τοὺς μεγίστους ὅρκους δημοκρατηθήσεσθαι Thuc. брать с кого-л. самые торжественные клятвы в приверженности к демократическому строю; ὁ. εἴς τινα Plut. клясться в верности кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκόω: κάμνω ἢ ὑποχρεώνω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 276, Λυσίας 160. 20· ἑπομ. ἀπαρεμφ. μέλλ., ὁρκοῦν τινα πίστεσιν μεγάλαις μηδὲν μνησικακήσειν Θουκ. 4. 74· ὁρκ. τινὰ ἦ μὴν ἐμμενεῖν Ἰσαῖ. 54. 17· ὁρκ. τινας εἴς τινα Πλουτ. Γάλβας 10· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοὺς μεγίστους ὅρκους ὁρκ. τινας Θουκ. 8. 75, Ἀριστοφ. Λυσ. 187. ― Παθ., δεσμεύομαι δι’ ὅρκου, Πτολεμ. παρὰ Μακροβ. 5. 19· πρβλ. ὁρκίζω.

Greek Monotonic

ὁρκόω: μέλ. -ώσω, δένω με όρκο, σε Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὁρκόω, fut. -ώσω
to bind by oath, Thuc., etc.