ὑπαναγκάζω

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰναγκάζω Medium diacritics: ὑπαναγκάζω Low diacritics: υπαναγκάζω Capitals: ΥΠΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: hypanankázō Transliteration B: hypanankazō Transliteration C: ypanagkazo Beta Code: u(panagka/zw

English (LSJ)

force under or in, τι μεσηγὺ τῶν πλευρέων Hp.Art.5 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαναγκάζω: βιαίως ἐμβάλλω τι ὑποκάτω ἢ εἴς τι, τι μεσηγὺ πλευρέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782.

Greek Monolingual

Α ἀναγκάζω
βάζω βιαίως κάτι από κάτω ή μέσα σε κάτι άλλο.