ὑπερύψηλος
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
ὑπερύψηλον, exceeding high, X.An.3.5.7, Arr.An.1.5.12, Ael. VH3.1, etc.
German (Pape)
[Seite 1203] übermäßig hoch; Xen. An. 3, 5, 7; δένδρα D. C. 37, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement élevé.
Étymologie: ὑπέρ, ὑψηλός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερύψηλος: чрезвычайно высокий (ὄρη Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερύψηλος: -ον, ὑπερβαλλόντως ὑψηλός, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 7, Ἀρρ. Ἀν. Ἀλεξ. 1. 5, κλπ.· μεταφ., ὑψηλὰ πετόμενος, Εὐστ. Πονημ. 184. 70, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπερύψηλος, -ον, ΝΜΑ ὑψηλός
πανύψηλος
μσν.
αυτός που πετά ψηλά.
Greek Monotonic
ὑπερύψηλος: -ον, υπερβολικά ψηλός, σε Ξεν.