ὑπηνόβιος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ὑπηνόβιον, living by his beard, i.e. by bullying, Pl.Com.124.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηνόβιος: -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸν βίον γενειάζων, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σε ολόκληρη τη ζωή του διατηρεί γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπήνη + -βιος (< βίος), πρβλ. νυκτόβιος].