ὑποδηματοποιός

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδημᾰτοποιός Medium diacritics: ὑποδηματοποιός Low diacritics: υποδηματοποιός Capitals: ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hypodēmatopoiós Transliteration B: hypodēmatopoios Transliteration C: ypodimatopoios Beta Code: u(podhmatopoio/s

English (LSJ)

ὁ, sandalmaker, Glossaria, prob. in IG22.1576.37.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδηματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὑποδήματα, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 317.

Greek Monolingual

ο / ὑποδηματοποιός, ΝΑ
κατασκευαστής υποδημάτων, παπουτσής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + -ποιός].

German (Pape)

ὑποδηματορράφος, Sp.