deshacer
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Spanish > Greek
ἀνατέμνω, ἐκσείω, διαιρέω, ἀποτρυπάω, ἐκλύω, ἀποθρύπτω, ἀποκολλάω, ἀποποιέω, διεργάζομαι, ἐκσκεδάννυμι, διασκεδάζω, ἀποκερματίζω, ἐνδιαλύω, διαλύω, ἀναγνάμπτω, διαχύνω, ἀποσαλεύω, ἐκτήκω, ἐξανίστημι, ἀνασκευάζω, ἐξαναλύω, διαφορέω, διασχίζω, ἀναλύω, ἀνατρέχω, ἀνακυκλεύω, διαχέω, ἀλαπάζω