άνεση

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἄνεσις) ανίημι
1. έλλειψη βιασύνης
2. απελευθέρωση, έλλειψη περιορισμών
3. ξεκούραση, χαλάρωση
νεοελλ.
1. ευκολία ζωής, βόλεμα
2. φρ. «οικονομική άνεση» — οικονομική ευχέρεια, ευπορία
μσν.
1. ευθυμία
2. ικανοποίηση
αρχ.
1. μείωση, ύφεση
2. απόλαυση, ακολασία
3. (για έγχορδα μουσικά όργανα) χαλάρωμα των χορδών.