ανίημι

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source

Greek Monolingual

ἀνίημι (Α)
1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος)
2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη
3. (για γυναίκα) γεννώ
4. κάνω ν' ανέβει στην επιφάνεια (από τον τάφο, τον Κάτω Κόσμο ή το υπέδαφος)
5. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι
6. αφήνω κάποιον («ἐμέ δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν», με άφησε ο ύπνος, ξύπνησα, Όμηρος)
7. αφήνω κάποιον ελεύθερο ή ατιμώρητο
8. χαλαρώνω τα δεσμά, λύνω, ανοίγω (θύρες)
9. ξεσηκώνω, εμπνέω κάποιον
10. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι
11. αφιερώνω, θυσιάζω στους θεούς
12. αφήνω ήσυχο και ανενόχλητο το ζώο ή ακαλλιέργητη τη γη που αφιερώθηκε στον θεό
13. (για τόξα ή μουσικά όργανα) χαλαρώνω τις χορδές
14. αφοσιώνομαι σε κάτι
15. αμελώ, παραβλέπω
16. διαλύω, ανακατεύω
17. μέσ. ανοίγω, ξεγυμνώνω
18. (η μτχ. ως επίθ.) ἀνειμένος
α) χαλαρός, χωρίς περιορισμούς
β) (για το κλίμα ενός τόπου) εύκρατος
19. φρ. «οὐδὲν ἀνιέναι» — το να μην υποχωρεί κανείς καθόλου.