ἀνυπονόητος

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A unsuspected, πρός τι in a thing, D.61.11; ἄνθρωποι Plb.13.6.8.    2 unexpected, ἐλπίς Id.2.57.6. Adv. -τως Id.1.84.9.    II Act., unsuspecting, τοῦ μέλλοντος Id.4.10.7, cf. Phld.Mort.13, cf. 39. Adv. -τως unsuspiciously, Plb.5.39.2.

German (Pape)

[Seite 266] 1) unverdächtig, πρὸς τὰς αἰτίας Dem. 61, 11; ἄνθρωποι Pol. 13, 6; unerwartet, ἐλπίς 2, 57; auch adv. öfter. – 2) ohne Argwohn, nicht vermuthend, τοῦ μέλλοντος Pol. 4, 10; ἀνυπονοήτως διακεῖσθαι 14, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπονόητος: -ον, περὶ οὗ δὲν ἔχει τις ὑποψίαν, πρός τι, ὡς πρός τι πρᾶγμα, Δημ. 1404. 22: - Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 1. 84, 9. 2) ἀπροσδόκητος, ὁ αὐτ. 2. 57, 6. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ὑποπτεύων, τινὸς αὐτ. 4. 10, 7: - Ἐπίρρ. ἀνυπονοήτως, ἄνευ ὑποψίας, ὁ αὐτ. 5. 39, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non soupçonné, non suspect.
Étymologie: ἀ, ὑπονοέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1libre de sospecha φύσις ... πρὸς ... τὰς αἰτίας ἀ. D.61.11, ἄνθρωποι Plb.13.6.8, οἰκίαι Plb.15.30.3
inesperado ἐνέδρα Plb.1.84.8, ἐλπίς Plb.2.57.6
subst. plu. τὰ ἀ. sorpresas Plb.10.45.2.
2 que no sospecha, que no imagina c. gen. τοῦ μέλλοντος Plb.4.10.7, ἀ. εἶναι τῆς Ἑρμείου τόλμης Plb.5.56.2.
II adv. -ως
1 inesperadamente ἐμπίπτειν Plb.11.21.3
de forma no sospechosa διακεῖσθαι Plb.14.10.7, ἐπιστρατοπεδεύειν Plb.1.84.9.
2 ingenuamente χρῆσθαι (οἴνῳ) Plb.5.39.2
ψιλῶς καὶ ἀ. Hippol.Haer.7.20.

Greek Monolingual

ἀνυπονόητος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο δεν έχει κάποιος υπόνοια, υποψία
2. απροσδόκητος
3. ενεργ. αυτός που δεν έχει υπόνοια, υποψία για κάποιον.